ἐκφράσω

ἐκφράσω
ἐκφράζω
tell over
aor subj act 1st sg
ἐκφράζω
tell over
fut ind act 1st sg
ἐκφράζω
tell over
aor subj act 1st sg
ἐκφράζω
tell over
fut ind act 1st sg
ἐκφράζω
tell over
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐκφράζω
tell over
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐκφρά̱σω , ἐκφρέω
let out
aor subj act 1st sg (attic)
ἐκφρά̱σω , ἐκφρέω
let out
fut ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απομιμούμαι — (AM ἀπομιμοῡμαι, έομαι) μιμούμαι ακριβώς, ενεργώ κατ απομίμηση νεοελλ. 1. αντιγράφω πρωτότυπο, κατασκευάζω ομοίωμα 2. παραποιώ με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράσσω αρχ. προσπαθώ να εκφράσω κάτι με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • εμπτύω — (AM ἐμπτύω) φτύνω κάποιον στο πρόσωπο για να εκφράσω περιφρόνηση, μίσος, απέχθεια, βδελυγμία αρχ. φτύνω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • τερετίζω — ΝΜΑ (για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω νεοελλ. μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ μσν. τραγουδώ αρχ. 1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού 2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά 3. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • υποκλίνομαι — ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ μέσ. 1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να τού εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση 2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι νεοελλ. μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • χειροτονώ — χειροτονῶ, έω, ΝΜΑ εκκλ. διενεργώ χειροτονία νεοελλ. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τόν χειροτόνησε για τα καλά») μσν. αρχ. αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ. β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δυσφορία — η 1. στενοχώρια, δυσαρέσκεια: Θα του εκφράσω τη δυσφορία μου για ό,τι έγινε. 2. αδιαθεσία: Η ζέστη μάς έφερε δυσφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”